- ἀπόπεμπτος
- ἀπόπεμπτος, ον,A dismissed, dub. in PPetr.2p.52(iii B.C.); cf. Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απόπεμπτος — ἀπόπεμπτος, ον (Α) 1. αυτός που διώχθηκε, που απομακρύνθηκε 2. αυτός που μπορεί κανείς να αποπέμψει, να αποσοβήσει … Dictionary of Greek
ἀπόπεμπτος — dismissed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπεμπτον — ἀπόπεμπτος dismissed masc/fem acc sg ἀπόπεμπτος dismissed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπεμπτα — ἀπόπεμπτος dismissed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπεμπτοι — ἀπόπεμπτος dismissed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποπεμπτικός — ἀποπεμπτικός, ή, όν (Α) [απόπεμπτος] 1. αυτός που αναφέρεται στην αποπομπή, αποτρεπτικός 2. φρ. «ἀποπεμπτικοὶ ὕμνοι» ύμνοι που κατευόδωναν κάποιον θεό όταν έφευγε από τον ναό του … Dictionary of Greek